δειματώ

δειματώ
δειματῶ (-όω) (AM) [δείμα]
1. φοβίζω, εμπνέω φόβο
2. φοβάμαι, τρομάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δειματῶ — δειματόω frighten pres subj act 1st sg δειματόω frighten pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείμα — δεῑμα, το (Α) 1. φόβος, τρόμος («δεῑμα φέρων Δαναοῑσι» προκαλώντας τρόμο στους Δαναούς) 2. ό,τι προκαλεί φόβο, φόβητρο («ἐκ δείματος τοῡ νυκτέρου» από τον νυχτερινό εφιάλτη) 3. φρ. «δειμάτων άχη» τρομερές συμφορές (ή τέρατα). [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFεῑ… …   Dictionary of Greek

  • δειμάτωσις — δειμάτωσις, η (Α) [δειματώ] η εκφόβιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”